- χειροτέχνῃ
- χειροτέχνηςhandicraftsmanmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βάναυσος — η, ο (AM βάναυσος, ον) τραχύς αγροίκος αρχ. 1. χειρώνακτας, χειροτέχνης 2. σχετικός με τον χειροτέχνη 3. ταπεινός, χυδαίος, κακόγουστος 4. φρ. «βάναυσος τέχνη» χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βάναυσος < *βαύναυσος με… … Dictionary of Greek
χειροτεχνία — η, ΝΑ [χειροτέχνης] νεοελλ. 1. η με το χέρι και με τη βοήθεια απλών, στοιχειωδών εργαλείων και μηχανικών μέσων κατασκευή και καλλιτεχνική επεξεργασία χρηστικών αντικειμένων 2. το σχετικό μάθημα στα δημοτικά σχολεία αρχ. η εργασία τού χειροτέχνη,… … Dictionary of Greek
χειροτεχνείο — το, Ν το εργαστήριο τού χειροτέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειροτέχνης + κατάλ. είο (πρβλ. ιατρ είο). Η λ., στον λόγιο τ. χειροτεχνεῖον, μαρτυρείται από το 1854 στον Νικ. Κατραμή] … Dictionary of Greek
εσνάφι ή σινάφι — (esnaf). Ονομασία επαγγελματικών ενώσεων στα φεουδαρχικά μουσουλμανικά κράτη της Ανατολής. Η λέξη ε. είναι τουρκική και σημαίνει τον χειροτέχνη και τη συντεχνία. Το ε., που είχε πολλές ομοιότητες με τις δυτικοευρωπαϊκές συντεχνίες, εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
χειροτεχνία — η η κατασκευή τεχνικού έργου με τα χέρια και με κατάλληλα εργαλεία, το έργο του χειροτέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροτεχνείο — το το εργαστήριο του χειροτέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροτεχνικός, -ή — ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χειροτεχνία ή στο χειροτέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)